- ἄστοργος
- ἄστοργοςwithout natural affectionmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άστοργος — η, ο (AM ἄστοργος, ον) ο χωρίς στοργή, ο άκαρδος, ο σκληρός αρχ. ο δίχως θέλγητρο ή γοητεία … Dictionary of Greek
άστοργος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δείχνει αγάπη στα παιδιά του: Ήταν μητέρα σκληρή, άστοργη. 2. αυτός που δε δείχνει αγάπη, στοργή γενικά, σκληρός, άπονος: Σ όλους τους γύρω του, ό,τι κι αν τους τύχαινε, ήταν άστοργος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστόργως — ἄστοργος without natural affection adverbial ἄστοργος without natural affection masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοργον — ἄστοργος without natural affection masc/fem acc sg ἄστοργος without natural affection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοργότεροι — ἄστοργος without natural affection masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοργότερος — ἄστοργος without natural affection masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργοιο — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργοις — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργοισιν — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργου — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)